(ε)ξώστεγο

(ε)ξώστεγο
(ε)ξώστεγο
το
εξώστης στεγασμένος ή υαλόφραχτος, χτιστό (ή τζαμωτό) μπαλκόνι, γαλαρία, τζαμαρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξώστεγο — το βλ. εξώστεγο …   Dictionary of Greek

  • εξώστεγο — και ξώστεγο, το στεγασμένος εξώστης συχνά με τζαμαρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”